αλισγημα

αλισγημα
    ἀλίσγημα
    -ατος τό осквернение, скверна NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλισγημα" в других словарях:

  • αλίσγημα — ἀλίσγημα, το (Α) [ἀλισγῶ] μόλυνση από απαγορευμένη τροφή, μίασμα από θυσία ειδωλολατρών …   Dictionary of Greek

  • ἀλισγημάτων — ἀλίσγημα pollution neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλισγήμασι — ἀλίσγημα pollution neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλισγώ — ἀλισγῶ ( έω) (Α) μιαίνω με απαγορευμένη τροφή, μολύνω παθ. ἀλισγοῡμαι μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμό άγνωστης ετυμολογικής προελεύσεως. Κατά μια άποψη το ρήμα είναι πιθ. να προήλθε από συμφυρμό τού ρ. ἀλίνω*… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»